- ἀντιβιβρώσκω
- ἀντι-βιβρώσκω, dagegen verzehren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αντιβιβρώσκω — ἀντιβιβρώσκω (Μ) τρώω κι εγώ αμοιβαίως … Dictionary of Greek
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek